- συνηθία
- συνηθίᾱ , συνηθίαfem nom/voc/acc dualσυνηθίᾱ , συνηθίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνηθία — ἡ, Α (μτγν. τ.) βλ. συνήθεια … Dictionary of Greek
συνηθίῃ — συνηθία fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… … Dictionary of Greek